Woher kommt der Hass?
Από πού προέρχεται το μίσος;
Könnte Deutschland in den Spiegel schauen – es würde sich manchmal kaum wiedererkennen. Neonazis treiben ihr Unwesen, Politikern, Verwaltung und Journalisten schlägt eine Verachtung entgegen, die nicht rational erklärbar ist. |
Αν η Γερμανία μπορούσε να κοιταχτεί στον καθρέπτη – μερικές φορές θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Οι νεοναζί προκαλούν ζημιές, πολιτικοί, διοικούντες και δημοσιογράφοι έρχονται αντιμέτωποι με μια περιφρόνηση που δεν εξηγείται λογικά. |
Woher kommen dieser Hass, die Verachtung, die Verrohung? Es vergeht kaum eine Woche, in der sich die deutsche Gesellschaft nicht im Spiegel betrachten müsste – sie könnte sich kaum wiedererkennen. Dann haben Polizisten Warnschüsse abgegeben, weil sie sonst von Hooligans totgeschlagen worden wären (und kaum einer hat es registriert); dann wurden Menschen wieder einmal von einem gut organisierten Nazi-Mob bedroht (und bald ist es schon wieder vergessen); dann hat ein Bürgermeister resigniert, weil weder Polizei noch Verwaltung auf den Gedanken kamen, ihn vor rechtsradikalen Anfeindungen und alltäglichem Rassismus zu schützen (und alle gehen bald zur Tagesordnung über). |
Από πού προέρχεται αυτό το μίσος, η περιφρόνηση, η αποκτήνωση; Σπάνια περνά μια βδομάδα που η γερμανική κοινωνία δεν πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέπτη – δύσκολα θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Οι αστυνομικοί έκαναν προειδοποιητικές βολές, γιατί διαφορετικά θα ξυλοκοπούνταν μέχρι θανάτου από Χούλιγκανς (και σχεδόν κανείς δεν το κατέγραψε). Άνθρωποι απειλήθηκαν από μια καλά οργανωμένη συμμορία ναζιστών (και σε λίγο αυτό θα έχει και πάλι ξεχαστεί). Ένας δήμαρχος παραιτήθηκε, γιατί ούτε η αστυνομία ούτε η διοικούντες σκέφτηκαν να τον προστατέψουν από ακροδεξιές εχθροπραξίες και καθημερινό ρατσισμό (και όλοι θα επιστρέψουν σύντομα στην καθημερινότητα). |
Kaum ist die eine Woche vorbei, da beginnt die nächste auch schon – zum wievielten Mal? –- mit einer Versammlung in Dresden, auf der Politik, Parteien, Verwaltung und auch den Bürgermeistern eine Verachtung entgegenschlägt, die ihresgleichen sucht. Aber auch daran haben wir uns gewöhnt. |
Δε προλαβαίνει να περάσει η μία βδομάδα, ξεκινά κιόλας η επόμενη – για πολλοστή φορά – με μία συγκέντρωση στη Δρέσδη, στην οποία η πολιτική, τα κόμματα, η διοίκηση και οι δήμαρχοι έρχονται αντιμέτωποι με μια περηφρόνηση που δεν έχουμε ξαναδεί. Αλλά και σε αυτό έχουμε προσαρμοστεί. |
Resignation nicht nur in Tröglitz
Παραίτηση όχι μόνο στο Tröglitz
Das alles habe es in der einen oder anderen Form schon immer gegeben, wird es heißen. Die Bundesrepublik hat schließlich schon ganz andere Wutausbrüche und Gewaltexzesse erlebt. Aber es fühlt sich doch so an, als laufe etwas grundverkehrt. Wie ein schleichendes Gift sickern eine Feindseligkeit, ein Bürgerkrieg der Worte und manchmal auch schon der Taten in unser Leben, die sich gegen alles richten, was unseren Staat und unsere Gesellschaft ausmacht. |
Όλα αυτά υπήρχαν πάντα στη μία μορφή ή την άλλη, θα πει κανείς. Η ομοσπονδία έχει άλλωστε ήδη ζήσει εντελώς διαφορετικά ξεσπάσματα οργής και υπερβολές βίας. Αλλά νοιώθει κανείς πως όλα εξελίσσονται θεμελιωδώς ανάποδα. Όπως ένα ύπουλο δηλητήριο, διαποτίζει μία εχθρικότητα, ένας εμφύλιος πόλεμος λέξεων και μερικές φορές και των πράξεων τη ζωή μας, που εναντιώνονται σε όλα όσα χαρακτηρίζουν το κράτος και την κοινωνία μας. |
Die Resignation des Bürgermeisters Markus Nierth in Tröglitz lässt sich schließlich nicht nur als Resignation vor Gewalt und Ignoranz beim Thema Asyl und Einwanderung deuten. Es ist ein Protest, stellvertretend für alle Bürgermeister, ja für alle Politiker, die sich in ihrem Amt, ihrem Mandat alleingelassen fühlen, von der Verwaltung auf der einen Seite und auf der anderen von Bürgern, die sich engagieren, aber mindestens ebenso gut sind im passiven Meckern, im Besserwissen und im aktiven Verhindern. Die Bereitschaft, in Deutschland ein Amt wie das eines Bürgermeisters zu übernehmen, hat deshalb stark abgenommen; zumal, wenn es sich um ein hervorgehobenes Ehrenamt handelt, das allzu oft ein Amt ist, das dessen Träger dumm dastehen lässt. |
Η παραίτηση του δημάρχου Markus Nierth στο Tröglitz δε μπορεί εν τέλει να ερμηνευθεί μόνο ως παραίτηση εμπρός στη βία, στην άγνοια για το θέμα του ασύλου και της μετανάστευσης. Είναι μια διαμαρτυρία που αντιπροσωπεύει όλους τους δημάρχους, αν όχι όλους τους πολιτικούς, οι οποίοι νοιώθουν να τους έχουν αφήσει μόνους τους στο λειτούργημά τους, από τη μία πλευρά από τη διοίκηση και από την άλλη από τους πολίτες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται μεν, αλλά είναι εξίσου καλοί στην παθητική γκρίνια, στο να πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα και στο να ενεργούν για να θέσουν εμπόδια. Γι’ αυτό και η θέληση να αναλάβει κανείς στη Γερμανία ένα αξίωμα όπως αυτό του Δημάρχου, έχει φθήνει σημαντικά. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα προβεβλημένο τιμητικό αξίωμα, το οποίο είναι συνήθως ένα αξίωμα, το οποίο κάνει το φορέα του να φαίνεται χαζός. |
Aus „Wutbürgern“ werden Systemverächter
Οι οργισμένοι πολίτες γίνονται περιφρονητές του συστήματος
Die Kluft zwischen den Repräsentanten des Staates und großen Teilen der Gesellschaft, die sich auf diese Weise immer weiter auftut, wurde in den vergangenen Jahren als das Reich der „Wutbürger“ beschrieben. Das war gut beobachtet, aber die Wutbürger standen noch ganz in der Tradition des „zivilen Ungehorsams“, auf den sich schon die Protestbewegungen gegen Atomkraft, Rüstung und andere Apokalypsen beriefen. |
Το χάσμα μεταξύ των εκπροσώπων του κράτους και μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, το οποίο εξακολουθεί να φανερώνεται με αυτό τον τρόπο, περιγραφόταν τα προηγούμενα χρόνια ως το βασίλειο των οργισμένων πολιτών. Ορθώς παρατηρήθηκε έτσι, αλλά οι οργισμένοι πολίτες κινούνταν απολύτως εντός της παραδοσιακής πολιτισμένης ανυπακοής, στην οποία βασίστηκαν ήδη οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας κατά της ατομικής ενέργειας, πολεμικών εξοπλισμών και άλλων αποκαλύψεων. |
Neu ist jetzt, dass die Wut vagabundiert, dass sie sich nicht nur einen Bahnhof, eine Stromtrasse, ein Freihandelsabkommen oder ein Flüchtlingsheim sucht, sondern an die Wurzeln geht und das ganze „System“ gleich mit verachtet und auch beseitigen will. Selbst Schlägertrupps, die sich schon lange in unpolitischen Umgebungen wie Fußballstadien zusammenrotten, springen darauf an, sehen sich als Vorhut und stürzen sich in Gefechte mit Salafisten oder „nur“ mit Polizisten. |
Νέο είναι πως τώρα η οργή γίνεται πιο αλήτικη, ώστε να μη αποζητά μόνο έναν σταθμό τρένων, μία γραμμή ρεύματος, μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ή ένα άσυλο μεταναστών, αλλά κατευθύνεται προς τις ρίζες και περηφρονεί και θέλει να καταργήσει το συνολικό «σύστημα». Ακόμη και ομάδες ξυλοκόπησης, οι οποίες εδώ και καιρό συνωστίζονται σε μη πολιτικό περιβάλλον, όπως γήπεδα ποδοσφαίρου, αρπάζουν την ευκαιρία, βλέπουν τον εαυτό τους ως εμπροσθοφυλακή και ρίχνονται στη μάχη με Σαλαφιστές ή και «απλούς» αστυνομικούς. |
Neu ist auch die Quelle. Schon „Stuttgart 21“ wuchs als Facebook-Aktion zu erstaunlicher Größe. Pegida, Blockupy oder die Anti-TTIP-Propaganda entstanden überhaupt erst als Produkt der Facebookisierung des Abendlands. Stieß die Verrohung früher noch an die Grenzen des Geheges sozialer Kontrolle, begünstigen heute die sozialen Medien und der digitale Herdentrieb den Bruch durch die dünne Decke der Zivilisation. Der Hass und die Rituale der Verunglimpfung, die sich im Netz ausbreiten wie eine Seuche, traten in Form von Pegida und deren Ablegern zum ersten Mal als „bürgerliches“ Massenphänomen aus der virtuellen Realität zurück in die Wirklichkeit. Das ist eine neue Form des Extremismus, der einerseits ganz harmlos durch die Innenstädte „spazieren geht“, andererseits aber im Namen von deutscher Ruhe und deutscher Ordnung die Axt anlegt an eine immer kompliziertere Welt. |
Νέα είναι και η πηγή. Ήδη η «Stuttgart 21» έφτασε σε απίστευτα μεγέθη ως ενέργεια μέσω Facebook. Εξάλλου οι Pegida, Blockupy ή η Anti-TTIP-Propaganda δημιουργήθηκαν ως προϊόν της Facebookοποίησης της χώρας. Παλιά σταματούσε η αποκτήνωση στα όρια του κοινωνικού ελέγχου, σήμερα τα κοινωνικά media και ο ψηφιακός παπαγαλισμός ευνοούν τη διάρρηξη του λεπτού πέπλου του πολιτισμού. Το μίσος και το τελετουργικό της κακολόγησης, που επεκτείνονται σαν επιδημία στο διαδίκτυο, πέρασαν με τη μορφή της Pegida και των παρακλαδιών της για πρώτη φορά ως μαζικό φαινόμενο των πολιτών από την εικονική πραγματικότητα στην (πραγματική) πραγματικότητα. Αυτό είναι μία νέα μορφή του εξτρεμισμού, που από τη μία πλευρά περιπατεί ακίνδυνα στα κέντρα των πόλεων και από την άλλη όμως και εις το όνομα της γερμανικής ειρήνης και τάξης επιτίθεται έναν όλο και πολυπλοκότερο κόσμο. |
Täglich ein „Servus“ für die Demokratie
Καθημερινός αποχαιρετισμός της δημοκρατίας
Für diesen wie für alle anderen Extremismen, auch den religiösen, gilt die alte Erkenntnis, dass sie erst zur Zerrüttung der Verhältnisse beitragen und dann so tun, als hätten sie das beste Mittel zum Löschen. Dabei gießen sie nur wieder Öl ins Feuer und schicken Jugendliche in den Krieg. Das ist auf der Linken nicht anders als auf der Rechten, bei Blockupy so ausgeprägt wie in den „Kameradschaften“ von Dortmund bis nach Thüringen. Obwohl der Wohlstand noch nie so groß war, sind die Zeiten günstig für irrationales Treiben: Die Angst geht wieder um in Deutschland: vor dem Euro, vor dem Krieg, vor der Technik, vor der großen weiten Welt, vor der Zukunft; noch mehr aber, noch eingefleischter, noch irrationaler, vor der Politik. |
Για αυτόν, όπως και όλους τους άλλους εξτρεμισμούς, ακόμη και των θρησκευτικών, ισχύει όπως πάντα, πως πρώτα συνεισφέρουν στην αποδόμηση των σχέσεων και στη συνέχεια κάνουν σαν να έχουν την καλύτερη λύση. Αντ’ αυτού απλώς ρίχνουν λάδι στη φωτιά και στέλνουν τους νέους στον πόλεμο. Αυτό είναι έτσι τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά, διαφαίνεται το ίδιο στο Blockupy όσο και στις «αδερφότητες» από το Dortmund μέχρι και το Thüringen. Ακόμη και αν η ευημερία δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη, οι καιροί είναι ευνοοϊκοί για παραλογισμούς: Ο φόβος κυκλοφορεί ξανά στη Γερμανία: Για το ευρώ, για τον πόλεμο, για την τεχνολογία, για τον κόσμο ολόκληρο, για το μέλλον – όμως πιο πολύ, πιο βαθιά ριζομένος, πιο παράλογος, για την πολιτική.
|
Ihr wird alles unterstellt, was nur möglich ist. Dabei merken die Verächter, die Meckerer, die Besserwisser, die Verhinderer nicht, dass jedes Mal, wenn sie wieder einmal die größte aller Verschwörungen aufgedeckt haben, wieder einmal eine „korrupte Politikerkaste“ verprügeln oder gegen eine „gleichgeschaltete Lügenpresse“ mit all ihrem Hass hetzen, sie der Demokratie damit leise servus sagen. Die hat etwas Besseres verdient. |
Της προσάπτουν όλα τα πιθανά. Επ’ αυτού δεν αντιλαμβάνονται όμως οι περηφρονητές, οι γκρινιάρηδες, οι ξερόλες, οι πολέμιοι, πως κάθε φορά που ξεσκεπάζουν τη μεγαλύτερη συνομωσία, που ξυλοκοπούν μία «διεφθαρμένη κάστα πολιτικών» ή βάλλονται με όλο τους το μίσος κατά των «πειθήνιων μέσων ενημέρωσης των ψεμάτων», αποχαιρετούν σιωπηρά τη δημοκρατία. Της αξίζει κάτι καλύτερο. |
Πηγή: Frankfurter Allgemeine Zeitung
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου